ΟΜΑΔΙΚΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΨΥΧΟΔΡΑΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΜΕΤΡΙΑ
ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Ι.Ψ.Α.
Προυποθέσεις ένταξης στο πρόγραμμα εκπαίδευσης
1) Παρακολούθηση εισαγωγικού εκπαιδευτικού - βιωματικού σεμιναρίου στο Ψυχόδραμα.
Αυτά τα εισαγωγικά σεμινάρια πραγματοποιούνται τρεις φορές το χρόνο: Φθινόπωρο, Χειμώνα, τέλος Άνοιξης.
2) Φοίτηση ή κατοχή διπλώματος ΑΕΙ ή ΤΕΙ ή/και μεταπτυχιακού τίτλου, ή πτυχίου ή διπλώματος τουλάχιστον τριετούς μεταλυκειακής εκπαίδευσης.
Περιγραφή προγράμματος εκπαίδευσης
Η εκπαίδευση στο Ψυχόδραμα, διαρκεί 4 χρόνια (4x12) σε δύο κύκλους σπουδών:
Ο πρώτος διετής κύκλος απευθύνεται σε όλους όσους χρειάζονται τις γνώσεις της μεθόδου του ψυχοδράματος στην εργασία τους.
Ο δεύτερος που οδηγεί στα διπλώματα:
Ψυχοδραματιστή - Ψυχοθεραπευτή
Ψυχοδραματιστή- Συντονιστή ομάδας (Ευρωπαϊκή πιστοποίηση από τη FEPTO )
απαιτεί:
Για το δίπλωμα Ψυχοδραματιστή – Ψυχοθεραπευτή
Δίπλωμα ΑΕΙ ή ΤΕΙ στα επαγγέλματα ψυχικής υγείας (ψυχίατρος, ψυχολόγος, εργοθεραπευτής,λογοθεραπευτής, κοινωνικός λειτουργός, ψυχιατρικός νοσοκόμος).
Για το δίπλωμα Ψυχοδραματιστή είναι απαραίτητη η κατοχή πτυχίου ΑΕΙ ή ΤΕΙ ή/και μεταπτυχιακού τίτλου, ή πτυχίου ή διπλώματος τουλάχιστον τριετούς μεταλυκειακής εκπαίδευσης.
Μέσα στο χρόνο γίνονται δέκα (10) εκπαιδευτικές συναντήσεις, ένα Σαββατοκύριακο το μήνα (Σεπτέμβριο έως και Ιούνιο).
Κάθε Σαββατοκύριακο διαρκεί είκοσι (20) ώρες και περιλαμβάνει βιωματική και θεωρητική εκπαίδευση στην ομαδική ψυχοθεραπεία, τις ψυχοδραματικές τεχνικές και την κοινωνιομετρία (Group Psychotherapy, Psychodrama, Sociometry).
Η εκπαίδευση γίνεται από τη Νένα Βλασσά, τη Marcia Karp και άλλους επισκέπτες ψυχοδραματιστές T.E.P.
Κατά τη διάρκεια του έτους προγραμματίζονται πρόσθετα events και σεμινάρια πέραν της βασικής εκπαίδευσης για την διεύρυνση των γνώσεων των αυριανών ψυχοδραματιστών.
Το Ινστιτούτο Ψυχοδράματος Αθηνών (Ι.Ψ.Α) συνεργάζεται με τη Marcia Karp M.A., T.E.P. (Trainer, Educator, Practitioner) UKCP, ιδρυτικό μέλος της FEPTO, μέλος και εκπαιδεύτρια του BPA (BritishPsychodramaAssociation), με μέλη της Ελληνικής Εταιρίας Ψυχοδράματος, για την εκπαίδευση, θεραπεία και εποπτεία των εκπαιδευομένων, καθώς και με καταξιωμένους ψυχοδραματιστές-εκπαιδευτές από ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά ινστιτούτα, μέλη της FEPTO.
Στο θεωρητικό κομμάτι της εκπαίδευσης, από το πρώτο έτος, δίνεται στους εκπαιδευόμενους υλικό από τη βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου και σχηματίζοντας ομάδες εργασίας δουλεύεται και παρουσιάζεται. Περιλαμβάνονται θεωρητικά κομμάτια για τη δυναμική των ομάδων, την κοινωνιομετρία, την ομαδική ψυχοθεραπεία, τις τεχνικές του ψυχοδράματος. Οι εργασίες αυτές αποτελούν κομμάτι του Portfolio που είναι αναγκαίο για την δυνατότητα συμμετοχής στις εξετάσεις.
Μετά τη συμπλήρωση των απαιτούμενων εκπαιδευτικών ωρών, του Portfolio, των ωρών συντονισμού και εποπτειών και των τελικών εξετάσεων, δίδεται το πιστοποιημένο δίπλωμα Ψυχοδραματιστή.
Για τους μικρότερους εκπαιδευτικούς σεμιναριακούς κύκλους παρέχεται βεβαίωση σπουδών (seminar certificate).
Το Ι.Ψ.Α. προσφέρει επίσης εξειδικευμένα βιωματικά σεμινάρια και εκπαιδευτικούς κύκλους στον χώρο της εκπαίδευσης, των επιχειρήσεων του θεάτρου κ.α.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Α. Προϋποθέσεις των υποψηφίων εκπαιδευόμενων και γενικοί κανόνες της ψυχοδραματικής εκπαίδευσης
1) Ως κατώτερο όριο ηλικίας για την συμμετοχή στην ψυχοδραματική εκπαίδευση ορίζεται το 21 έτος της ηλικίας (εμπειρίες από την συμμετοχή σε ομάδες πριν το 21 έτος της ηλικίας δεν υπολογίζονται).
2) Ο εκπαιδευόμενος αξιολογείται ατομικά με βάση τις δεξιότητες του στο συντονισμό, τις γραπτές του εργασίες και τις παρουσιάσεις του. Η εκπαίδευση μπορεί να παραταθεί ή να διακοπεί, εάν οι εκπαιδευτές κρίνουν τούτο αναγκαίο.
3) Δεν συνυπολογίζεται η προηγούμενη συμμετοχή σε θεραπευτική ομάδα ως μέρος της εκπαίδευσης.
4) Η διακοπή της εκπαίδευσης μπορεί να γίνει μόνο για λόγους υγείας (εγκυμοσύνη, ασθένεια κ.λ.π.), απόστασης ή ανωτέρας βίας. Εάν αργότερα ο εκπαιδευόμενος επιθυμεί να συνεχίσει, τότε αναγράφεται σε λίστα αναμονής και οι ώρες που παρακολούθησε, προσμετρώνται στην επόμενη ομάδα που συμμετέχει.
5) Το σύνολο των επιτρεπομένων απουσιών (δικαιολογημένων ή μη) δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 10% του συνόλου των ωρών της εκπαίδευσης.
Βεβαίωση ολοκλήρωσης της ψυχοδραματικής εκπαίδευσης και απόκτησης του τίτλου του ψυχοδραματιστή χορηγείται μόνο σε εκείνους οι οποίοι εγγράφηκαν και εκπλήρωσαν επιτυχώς όλες τις υποχρεώσεις της εκπαίδευσης.
Β. Τυπικές απαιτήσεις της 4χρονης εκπαιδευτικής διαδικασίας σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα
1)Απαιτείται ένα ελάχιστο 1250 ωρών (950+300) παρακολούθησης σεμιναρίων και workshops για το ψυχόδραμα, στον εκπαιδευτικό φορέα ψυχοδράματος ή υπό την εποπτεία του.
2)Η επιπρόσθετη εργασία που αφορά σε πρακτική συντονισμού ομάδας υπό εποπτεία, προετοιμασία γραπτών εργασιών, σχετικών δραστηριοτήτων, παρακολούθηση διαλέξεων , ανοιχτών συνεδριών στο κοινό και εκπαιδευτικών σεμιναρίων που αποσκοπούν στην απαρτίωση των προσόντων του ψυχοδραματιστή, μελέτη και ανάλυση των καταγεγραμμένων συνεδριών και εργαστηρίων, ανεβάζει το σύνολο των ωρών της εκπαίδευσης και της γενικότερης εμπλοκής με το ψυχόδραμα σε 1.800 ώρες.
3) Η εκπαίδευση περιλαμβάνει μια περίοδο ψυχοδραματικής πρακτικής με εποπτεία, υπό την αιγίδα του εκπαιδευτικού οργανισμού. Ο υποψήφιος συντονίζει συνεδρίες ομάδων για 160 ώρες τουλάχιστον, οι οποίες συνοδεύονται από ελάχιστο όριο 90 ωρών εποπτείας. Οι 50 τουλάχιστον από τις ώρες αυτές θα πρέπει να γίνουν με κάποιον επίσημα αναγνωρισμένο εκπαιδευτή ή ψυχοδραματιστή σε ατομικό επίπεδο, ή μπορεί να πραγματοποιηθούν με κάποιον άλλον ευρείας αποδοχής και αναγνωρισιμότητας θεραπευτή ή ομάδα κατόπιν συνεννοήσεως όμως με το φορέα της εκπαίδευσης. Οι υπόλοιπες 40 ώρες αφορούν ομαδική εποπτεία στα πλαίσια του προγράμματος εκπαίδευσης.
Γ. Η πορεία της ψυχοδραματικής εκπαίδευσης
Η πορεία της ψυχοδραματικής εκπαίδευσης ολοκληρώνεται σε δύο φάσεις:
Πρώτη φάση
- Βιωματική εμπειρία, Θεωρητική κατάρτηση και Πρακτική ψυχοδραματικών παιχνιδιών (450 ώρες)
- Θεωρητικές παρουσιάσεις από τον εκπαιδευόμενο στην εκπαιδευτική ομάδα θεμάτων που έχουν συναποφασιστεί με το ινστιτούτο . Προτεινόμενος τρόπος δουλειάς σε ομάδα των τεσσάρων εκπαιδευομένων. (50 ώρες)
Μετά την ολοκλήρωση των ως άνω 500 ωρών, ο εκπαιδευόμενος έχει την άδεια του ινστιτούτου να συντονίσει δικές του ομάδες και να περάσει στην δεύτερη φάση της εκπαίδευσης.
Δεύτερη φάση
Στην φάση αυτή ο εκπαιδευόμενος συνεχίζει να ασκείται στον συντονισμό της ομάδας και με την ολοκλήρωση της, αποκτά τον τίτλο του ψυχοδραματιστή. Για την απόκτηση του τίτλου, πρέπει επιπλέον ο εκπαιδευόμενος να παρουσιάσει και να υποστηρίξει γραπτώς μια εργασία, της οποίας το θέμα έχει επιλέξει, και να εξετασθεί σε ομαδικό πλαίσιο με την συμμετοχή δυο εκπαιδευτών-εποπτών του ινστιτούτου. Η φάση αυτή περιλαμβάνει:
- Πρακτική στον συντονισμό των ψυχοδραματικών συναντήσεων στα πλαίσια της εκπαιδευτικής ομάδας , Ανάλυση της πρακτικής των ψυχοδραματικών παιχνιδιών, θεωρία του ψυχοδράματος, σύνολο 450 ώρες.
- Θεωρητικές παρουσιάσεις από τους εκπαιδευόμενους (30 ώρες)
- Εργασία γραπτή (60 ώρες)
- Συντονισμό ψυχοδραματικής ομάδας (εκτός της ομάδας των εκπαιδευομένων), τουλάχιστον 160 ώρες
- Εποπτεία ατομική και ομαδική, συνολικά 90 ώρες.
Το σύνολο των υποχρεωτικών ωρών παρακολούθησης στο δεύτερο στάδιο εκπαίδευσης είναι 450 ώρες στο Ινστιτούτο και 300 ώρες εκτός Ινστιτούτου, σύνολο 750 ώρες.
Το σύνολο των ωρών και στις δύο φάσεις εκπαίδευσης ανέρχεται στις 1250 ώρες τουλάχιστον, οι οποίες και καταγράφονται από το ινστιτούτο.
Συνιστάται επίσης η παρακολούθηση external Workshops με άλλους εκπαιδευτές , έως συνολικά 120 ώρες.
Σε όλες τις παραπάνω ώρες προστίθενται και οι ώρες εποπτείας, μελέτης και συγγραφής εργασιών.
Δ. Απαιτήσεις για την πιστοποίηση του εκπαιδευόμενου ως ψυχοδραματιστή και η τελική αξιολόγησή του
Με την ολοκλήρωση των παραπάνω απαιτήσεων και στο τέλος της δεύτερης φάσης, ο εκπαιδευόμενος υποβάλλει αίτηση στον εκπαιδευτικό φορέα, εκφράζοντας την επιθυμία του για την αξιολόγηση του ως ψυχοδραματιστή. Προϋπόθεση είναι να έχει ολοκληρώσει και την γραπτή διπλωματική εργασία, το θέμα της οποίας έχει συζητήσει και καθορίσει με τον εκπαιδευτή του. Η αξιολόγηση λαμβάνει χώρα από δύο εξεταστές (trainers), οι οποίοι ορίζονται από το Ινστιτούτο.
Ο εξεταζόμενος συντονίζει την ομάδα παρουσία των δύο εξεταστών και απαντά στις ερωτήσεις τους σε σχέση με τον συντονισμό ή άλλα θεωρητικά ζητήματα. Οι εξεταστές δίνουν μια γραπτή αξιολόγηση για τον εξεταζόμενο, με την οποία πιστοποιούν την ικανότητα του να ασκεί το ψυχόδραμα. Η επιτυχής εξέταση, σημαίνει ότι ο εκπαιδευόμενος μπορεί πλέον να συντονίζει μόνος του, χωρίς εποπτεία, ομάδες. Στη συνέχεια ο εκπαιδευόμενος, αφού προσκομίσει όλες τις απαραίτητες βεβαιώσεις (βεβαίωση σπουδών, εποπτείας, γραπτή εργασία και αξιολόγηση από τους εξεταστές), πιστοποιείται από το Ινστιτούτο Ψυχοδράματος Αθηνών ως ψυχοδραματιστής ή ως ψυχοδραματιστής/ ψυχοθεραπευτής.
Ε. Προϋποθέσεις και απαιτήσεις για την πιστοποίηση του εκπαιδευτή ψυχοδράματος (trainer).
Για να αναγνωριστεί κάποιος ψυχοδραματιστής ως εκπαιδευτής θα πρέπει, να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον τρία χρόνια εκπαιδευτικής εμπειρίας και εποπτείας στο ψυχόδραμα, μετά την ολοκλήρωση της β’ φάσης σπουδών, κατά την διάρκεια των οποίων: α) θα αναπτύξει σε ικανοποιητικό βαθμό την πρακτική του ψυχοδράματος σε δυο τουλάχιστον διαφορετικούς τομείς, β) θα τηρεί τον κώδικα ηθικής δεοντολογίας, θα μπορεί να λειτουργεί και να συγκεντρώνεται στην δουλειά της ομάδας ακόμα και όταν διέρχεται έντονες προσωπικές καταστάσεις, γ) θα αναπτύξει ένα ευρύ σύστημα αξιών και ρόλων και δ) θα αποκτήσει την ικανότητα να καθοδηγεί τους εκπαιδευόμενους.
Η πιστοποίηση του ψυχοδραματιστή ως εκπαιδευτή, γίνεται από το Ινστιτούτο, αφού προηγουμένως τούτο ζητηθεί γραπτώς από τον ενδιαφερόμενο, ο οποίος οφείλει να προσκομίσει και όλες τις απαραίτητες βεβαιώσεις. Επίσης απαιτείται βεβαίωση και από τον κύριο εκπαιδευτή, η οποία να πιστοποιεί ότι ο υποψήφιος κατέχει όλες τις δεξιότητες που απαιτούνται για να γίνει εκπαιδευτής. Ο υποψήφιος είναι απαραίτητο να παρουσιάσει στον αρμόδιο εκπαιδευτικό φορέα μία αναφορά όπου θα περιγράφει την πορεία του και την εμπειρία του ως εκπαιδευτής.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΚΩΔΙΚΑΣ ΔEΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ FEPTO-CODE OF ETHICS AND PRACTICE FOR PSYCHODRAMATISTS
Maurizio Gasseau, Gordon Langhley, Judith Teszáry
With bold letters the changes voted at the Vienna General Assembly
1. PROFESSIONAL CONDUCT
1.0. It is always necessary to act in good faith, and without coercion or misrepresentation. Psychodramatists must know and stay within the laws of the country in which they practice*.
1.1. It is good ethical practice for Psychodramatists to be clear with clients about professional status and training.
1.2. Psychodramatists must ensure that they have adequate Professional Indemnity Insurance for their practice, at all levels. Primary Trainers should advise trainees when to take this out. All regular practitioners of psychodrama will have to provide proof of indemnity insurance with annual registration.
1.3. Psychodramatists use their professional work to the benefit of the client/patient and not primarily to satisfy their own needs.
1.4. Psychodramatists seek ways of increasing their personal and professional awareness and development.
1.5. Psychodramatists must maintain standards of practice by monitoring and reviewing their work alone, with peers and by seeking supervision from a supervisor.
1.6. Psychodramatists must openly and clearly explain the possible presence of observers, recorders and auxiliary-ego co-therapists. They must make it clear that all those present must be bound by the same confidentiality plus other rules as in 2.1.0. before starting therapy.
1.7. Each Psychodramatist is responsible for deciding preventively if a single patient is (i) fit for psychodrama and (ii) fit for the specific group in which it is proposed to place him/her. Alternatively, if he/she is not fit, the therapist must indicate therapeutic possibilities with other colleagues and orientations.
1.8. In order to be fit to practice, Psychodramatists should maintain an adequate balance of emotional and physical health. This standard should by maintain as a model for other colleagues and trainees. They should not knowingly practice if their mental or physical poor health is liable to have a detrimental effect on their clients. This includes the misuse of substances that may be detrimental to professional practice.
1.9. Psychodramatists should be aware of and respect the cultural expectations of the community in which they work.
1.10. Psychodramatists should be aware of and respect the cultural mores of their clients, trainees and colleagues.
2. RELATIONSHIP WITH THE CLIENT/PATIENT
2.1. Confidentiality
2.1.0 The Hippocratic Oath binds the physician to keep all matters of his/her professional practice secret. In group psychotherapy and in psychodrama the Hippocratic Oath is extended to all patients and binds each with equal strength not to reveal to outsiders the confidences of other patients entrusted to them. Like the therapist, every patient is entrusted to protect the welfare of co-patients.
This includes information about third parties not included in the group.
2.1.1. Psychodramatists shall treat as privileged all information received from the client whether this is during therapy sessions or during other situations when they might be in communication with a client, unless the client specifically agrees that this information is generally communicable. The psychodramatists should inform group members of the convention for confidentiality and draw the members’ attention. Communication of confidential information is permissible only under specific conditions.
A. In discussion with the psychodramatist’s supervisor.
B. When a group member has reason to believe that a breach of professional conduct has taken place .This matter should be taken up whit the chairperson of the Professional Conduct Committee.
C. With other professionals directly related with the case of the client or their family, whit the client’s permission.
D. When writing or teaching others, the information should be presented in such a way that the client’s anonymity is carefully preserved, and consent is sought wherever possible.
Comment: Confidentiality can also be lifted
E. With the client’s consent.
F. If ordered by a Court (UK)
G. In the public interest if there is knowledge of actual or proposed criminal offences or serious abuse of others - but take legal advice first!)
2.2. Remuneration
2.2.1 Psychodramatists in private practice must not offer a commission, fee or privilege to any person making a referral.
2.2.2 Psychodramatists must not use information received in the course of their relationship with clients or trainees for personal gain.
2.2.3. Psychodramatists undertake to set out clearly and without prejudice a written or verbal contract with their client before beginning therapy. If the psychodramatist is in private practice, the contract must state clearly the terms of fees charged, the methods of payment, and any special conditions that apply.
(A copy of the Code of Practice must be available for all students)
2.3. CONTRACT
2.3.1. The psychodramatist must make a clear contract about the form content process and the purpose of the group/individual work. The contract should include the purpose and the likely effect.
2.3.2 Psychodramatists must not misrepresent themselves in terms of their professional qualifications.
The client and the psychodramatist must review the contract at regular intervals in order to ensure that the client’s welfare remains paramount.
2.3.3 The Psychodramatist must ensure that appropriate time and attention is given to the conclusion of the contract for therapy. If the client wishes to terminate therapy the psychodramatist must decide whether this is a genuine desire or the product of a therapeutic crisis advice accordingly.
2.4. BOUNDARIES
2.4.1. Psychodramatists will give attention to the physical environment in which they work with clients in order to provide a safe and secure space for therapy.
2.4.2. Psychodramatists should be aware of the professional boundaries with clients and trainees. Psychodramatists should be aware of the possibility of role confusion which can damage the therapeutic and/or training relationship.
2.4.3. At no time should a psychodramatist enter into a sexual or private intimaterelationship with a client. A Psychodramatist should prevent the development of a sexual relationship. If any sexual relationship is likely to develop between a psychodramatist and a client who wishes to continue in treatment the psychodramatist is obliged to terminate the therapy and advise the client to work with another psychodramatist.
2.4.4. Psychodramatists should inform a client or trainee of the therapy that might affect the client or trainee’s participation. For example, use of videotape or other recording systems, or one-way mirrors, where it is possible such a factor could upset the nature of the confidential, psychotherapeutic relationship. At all times the psychodramatist is obliged to obtain clear, informed consent from all participants involved in the recorded or observed sessions and to inform them that they have a right to withdraw their consent at any time
3. RELATIONSHIP WITH SOCIETY
3.1. Psychodramatists are professionally trained individuals who practice in a competent manner. They take care to provide a safe environment for the client thereby ensuring that psychodrama is not brought into disrepute. Psychodrama practitioners will have completed a recognized training and will have their names on a professional register.
3.2. When dealing with psychosexual issues, psychodramatists should treat with appropriate caution the re-enactment of those specific events where inappropriate sexual activity was involved. In particular, where there has been sexual abuse; any psychodramatic technique should be carefully selected to minimize the possibility of compounding the abuse.
3.3. When advertising, psychodramatists should present a clear unambiguous statement of intention of the professional service they offer.
3.4. Psychodramatists have the responsibility to acknowledge research and where appropriate initiate, assist or participate in this process and to inform and seek the consent of clients when they are involved. (Suggested addition - Clients used as research subjects should give informed consent to participating in the nature of the research being undertaken - DML)
3.5. Psychodramatists have an educative role in society as well as a therapeutic one and should seek to continue their own education.
3.6. Psychodramatists may use their skills to facilitate explorations of social issues outside those of therapy. The use of psychodrama is not limited to clinical settings and ethical consideration of consent and confidentiality must still apply.
3.7. Psychodramatists have the responsibility to continue their own development through personal therapy, training and supervision.
3.8. Psychodramatists subscribe to the principles of anti-discriminatory practice, freedom of speech and human rights; they should take positive steps to promote them.
4. CODE OF ETHICS AND PRACTICE FOR PSYCHODRAMA SUPERVISORS AND TRAINERS
4.1. Supervisors and trainers have a responsibility to be aware of their own issues of prejudice and stereotyping and to consider how this may be affecting the supervisory relationship and training.
4.2. Supervisors need to be aware of any prejudices and assumptions which psychodramatists reveal in their work with clients and to raise awareness of these and to challenge the work of the supervisee if necessary.
4.3. Supervision and training are non-exploitative activities. Their basic values are integrity, responsibility, impartiality and respect and this applies whatever the mode of supervision and training, or whether any remuneration is given.
4.4. Supervision is a confidential activity and supervisors must clarify their limits of confidentiality with supervisees:
4.5. Supervisors and trainers have a responsibility to ensure the safety of supervisees and trainees and their clients where possible.
4.6. Supervisors and trainers have a responsibility to encourage competence in supervisees and trainees.
4.7. Supervisors and supervisees, trainers and trainees should agree on a financial and professional contract at the outset of their work together.
4.8. Supervisors must take steps to monitor their own competence including supervision of their supervision work.
4.9. Supervisors, trainers and Institute managers/directors are responsible for setting boundaries to distinguish supervision from therapy, training or management.
4.10. Supervisors and supervisees should ensure that personal or social contact between them does not adversely influence the supervisory relationship.
4.11. Psychodramatists providing therapy should not supervise or train persons receiving therapy with them.
4.12. Supervisors and trainers must not exploit their supervisees & trainees financially, sexually, emotionally or in any way. At no time should a supervisor or a trainer enter in a sexual relationship with a supervisee or a trainee.
4.13. Supervisors and trainers are responsible for advising supervisees and trainees when their personal functioning is impaired because of personal or health reasons or any other reasons and for ensuring that action is taken.
4.14. Supervisors and trainers are responsible for seeking to improve their professional development, practice and competence.
4.15. Supervisors and trainers are responsible for withdrawing from supervisory and training work if their functioning is impaired through personal difficulties, illness or any other reason.
4.16. Supervisors and supervisees should agree their contract, including fees, places and times of meetings, expectations, before the supervision commences.
4.17. Supervisors of trainee psychodramatists should clarify their accountability to their supervisees and their training course. Institute Manager, trainers and students should agree to their contract including time of fees, place and times of meetings, expectation, and program before.
4.18. In general, supervisors must not reveal confidential information about their superviseesor indirectly from the supervisee about their client without the consent of the person involved. Exceptions are stated below:
- to protect a child member of psychodrama from child abuse
- when writing, or teaching others, the information should be presented in such a way that the anonymity of the client and the supervisee is carefully preserved, and consent is sought wherever possible.
4.19. Supervisors of trainees may speak about their supervisees work to their trainers according to their original agreement.
4.20. If in the course of supervision it appears that therapy is necessary for a supervisee the supervisor has responsibility to suggest this to the supervisee.
4.2. Where disagreements cannot be resolved between supervisors and supervisees the supervisor should consult with a fellow professional and, if appropriate, recommend that the supervisee be referred to another supervisor.
4.22. Where disagreements cannot be resolved between trainer and trainees, the trainer should consult with a fellow professional and if appropriate, recommend that the supervisee be referred to another supervisor.
Maurizio Gasseau gasseau@tiscali.it
Gordon Langhley langleygd@eclipse.co.uk
Judith Teszáry judith.teszary@saf.stockholm.se